- ολιγόποτος
- ὀλιγόποτος, -ον (Α)αυτός που πίνει λίγο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + ποτός (< θ. πο- τού πίνω*), πρβλ. πολύ-ποτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀλιγόποτον — ὀλιγόποτος drinking little masc/fem acc sg ὀλιγόποτος drinking little neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοπότων — ὀλιγόποτος drinking little masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγόποτα — ὀλιγόποτος drinking little neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγόποτοι — ὀλιγόποτος drinking little masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek
ολιγοποσία — η (Α ὀλιγοποσία και ὀλιγοποτίη) [ολιγόποτος] εγκράτεια στο ποτό, το να πίνει κάποιος λίγο («οἱ μὲν βουλόμενοι τὰς ἄλλας τέχνας κατορθοῡν ὀλιγοσιτίαις καὶ ὀλιγοποσίαις χρῶνται καθάπερ οἱ νοσοῡντες», Αρετ.) … Dictionary of Greek
ολιγοποτώ — (Α ὀλιγοποτῶ, έω) [ολιγόποτος] πίνω λίγο, αρκούμαι σε μικρή ποσότητα ποτού … Dictionary of Greek